- ευτηξία
- ητο να είναι κάτι εύτηκτο, να λιώνει εύκολα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ευτηξία — η (Α εὐτηξία) [εύτηκτος] η ιδιότητα τού ευτήκτου, το να λειώνει κάτι εύκολα … Dictionary of Greek
εὐτηξίας — εὐτηξίᾱς , εὐτηξία easily melted fem acc pl εὐτηξίᾱς , εὐτηξία easily melted fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύτηκτος — η, ο (Α εὔτηκτος, ον) 1. αυτός που τήκεται εύκολα, που λειώνει εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τo εὔτηκτο(ν) η ευτηξία, η εύκολη τήξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τηκτός (< τήκω)] … Dictionary of Greek